χιλιόπαλαι

χιλιόπαλαι
Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)-* + πάλαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιλιόπαλαι — χῑλιόπαλαι , χιλιόπαλαι long long ago indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”